-
1 κοιτάζω
A put to bed, Hsch.; esp. of cattle, fold,ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα LXX Je.40(33).12
; cause to rest, ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ -άζεις ἐν μεσημβρίᾳ; ib.Ca.1.7.2 [voice] Med., [dialect] Dor. [tense] aor. ἐκοιταξάμην, go to bed, sleep,ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pi.O.13.76
, cf. LXX De.6.7.b encamp, bivouac, Aen. Tact.10.26 ([voice] Pass.), Plb.10.15.9, POxy.1465.9(i B.C.); perh. to be read in Eup.341.II intr., in [voice] Act., have a lair, of a lion, Aesop.114: nest, of birds, BGU1252.11 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιτάζω
См. также в других словарях:
κοιτάζω — και κοιτώ, άω (AM κοιτάζω) νεοελλ. 1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί») 2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι β)… … Dictionary of Greek